Στα παιδιά η χειρουργική επέμβαση στο θυρεοειδή αδένα (θυρεοειδεκτομή), μπορεί να κριθεί απαραίτητη τόσο σε καλοήθεις όσο και σε κακοήθεις παθήσεις του αδένα. Αυτές οι παθήσεις είναι σπάνιες στα παιδιά, αν και τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σχετική αύξηση της συχνότητάς τους.
Στις καλοήθεις παθήσεις που απαιτούν χειρουργική αφαίρεση ανήκει το τοξικό αδένωμα ή «θερμός όζος» του θυρεοειδούς αδένα. Το τοξικό αδένωμα εμφανίζεται σπάνια στα παιδιά και πρόκειται για έναν καλοήθη όζο που λειτουργεί αυτόνομα, παράγει δηλαδή θυροειδικές ορμόνες σε ποσότητες που υπερβαίνουν τις ανάγκες του οργανισμού, οδηγώντας κάποιες φορές σε συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού, όπως έντονη νευρικότητα, εφίδρωση, ταχυκαρδία, εξάψεις, διαρροικές κενώσεις και απώλεια βάρους.
Η συνιστώμενη επέμβαση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η λοβεκτομή (μερική εκτομή του θυρεοειδούς αδένα), εφόσον βέβαια ο άλλος λοβός του θυρεοειδούς είναι απόλυτα φυσιολογικός. Στις καλοήθεις παθήσεις που μπορεί να χρειαστούν χειρουργική αντιμετώπιση ανήκει και η νόσος του Graves ή τοξική βρογχοκήλη.
Η νόσος του Graves αποτελεί τη συχνότερη αιτία υπερθυρεοειδισμού στα παιδιά, οδηγώντας στα συμπτώματα που προαναφέρθηκαν και στην περίπτωση του τοξικού αδενώματος.
Στα παιδιά η θεραπεία της νόσου του Graves είναι κυρίως συντηρητική, με χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων (μεθιμαζόλη). Χειρουργική αντιμετώπιση θα χρειαστεί μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως όταν δεν είναι δυνατή η φαρμακευτική ρύθμιση του υπερθυρεοειδισμού με αντιθυρεοειδικά φάρμακα έπειτα από αρκετά έτη λήψης της αγωγής ή όταν εμφανιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες στα φάρμακα αυτά.
Οι όζοι του θυρεοειδούς αδένα που δεν είναι λειτουργικοί (δεν παράγουν ορμόνες), οι λεγόμενοι «ψυχροί όζοι», εμφανίζονται επίσης σπάνια στα παιδιά, αλλά απαιτούν προσεκτική διερεύνηση, επειδή η πιθανότητα να είναι κακοήθεις είναι υψηλότερη στα παιδιά (26,4%), από ότι είναι στους ενήλικες (5%). Η διερεύνηση των όζων αυτών γίνεται αρχικά με κλινική εξέταση (ψηλάφηση) και απεικονιστικά με το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς αδένα. Όζοι που παρουσιάζουν ύποπτα χαρακτηριστικά στο υπερηχογράφημα θα πρέπει στη συνέχεια να υποβληθούν σε παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA) και αναλόγως του αποτελέσματος μπορεί να χρειαστεί χειρουργική αφαίρεση στο θυρεοειδή αδένα ή όχι.
Ένδειξη χειρουργικής εξαίρεσης αποτελεί η διαπίστωση κακοήθειας ή η αμφίβολη κυτταρολογική εικόνα του περιεχομένου του όζου, σε συνδιασμό με ύποπτα χαρακτηριστικά αυτού κατά την κλινική εκτίμηση και το προηγηθέν υπερηχογράφημα.
Η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα στα παιδιά έχει αυξηθεί τα τελευταία έτη παγκοσμίως. Έχει μεγαλύτερη επίπτωση στις ηλικίες 10-18 ετών και παρατηρείται συχνότερα στα κορίτσια. Ο συνηθέστερος τύπος κακοήθειας θυρεοειδούς αδένα στα παιδιά είναι ο διαφοροποιημένος καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα (το θηλώδες και σπανιότερα το θυλακιώδες καρκίνωμα).
Σε σύγκριση με τους ενήλικες, τα παιδιά παρουσιάζουν συνήθως πιο εκτεταμένη νόσο. Συγκεκριμένα, στα παιδιά προσβολή των λεμφαδένων κατά τη στιγμή της διάγνωσης παρατηρείται στο 40-80% των περιπτώσεων σε σχέση τους ενήλικες, όπου παρατηρείται στο 20-50% των περιπτώσεων. Επίσης τα παιδιά παρουσιάζουν απομακρυσμένες μεταστάσεις στο 20-30% των περιπτώσεων. Ωστόσο, η πρόγνωση της νόσου είναι εξαιρετικά ευνοϊκή, με προϋπόθεση βέβαια την έγκαιρη διάγνωση και σωστή αντιμετώπισή της.
Πολύ σπανιότερος αλλά και πιο επιθετικός τύπος κακοήθειας θυρεοειδούς αδένα στα παιδιά αποτελεί το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς αδένα, που αφορά σε μόλις 2-5% των περιπτώσεων. Το μυελοειδές καρκίνωμα αναπτύσσεται σχεδόν πάντα στο πλαίσια του συνδρόμου πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου ΙΙ (ΜΕΝ ΙΙΑ ή ΙΙΒ), αποτελώντας συνήθως τον πρώτο όγκο που εμφανίζεται στα πλαίσια του συνδρόμου αυτού και τη συχνότερη αιτία θανάτου των παιδιών αυτών.
Για το λόγο αυτό, στις περιπτώσεις που υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό με το σύνδρομο αυτό, συνιστάται να γίνεται γονιδιακός έλεγχος και στα παιδιά της οικογένειας. Στη συνέχεια, σε περίπτωση που ανιχνευτεί μετάλλαξη που σχετίζεται με το σύνδρομο αυτό και αναλόγως της βαρύτητας αυτής, είναι πιθανό να γίνει σύσταση για προληπτική θυρεοειδεκτομή σε μικρή ηλικία, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και πριν από το 5ο έτος ζωής.
Οι πιο συχνές επιπλοκές της θυρεοειδεκτομής είναι η κάκωση του λαρυγγικού νεύρου και ο υποπαραθυρεοειδισμός, που οδηγεί σε υπασβεστιαιμία, με συμπτώματα, όπως κράμπες, αιμωδίες των άκρων ή ακόμη και αυτόματες μυικές συσπάσεις (τετανία). Οι καταστάσεις αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις είναι παροδικές. Στις σπανιότερες επιπλοκές της θυρεοειδεκτομής παρατηρούμε την πιθανή αιμορραγία, η οποία μπορεί να εμφανιστεί έως και 72 ώρες μετά τη χειρουργική επέμβαση, αλλά και την πιθανή λοίμωξη του τραύματος.
Όσο πιο εξειδικευμένος και έμπειρος είναι ο χειρουργός ενδοκρινών αδένων, τόσο μειώνεται η πιθανότητα εμφάνισης των επιπλοκών αυτών.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα παιδιά που χρήζουν αντιμετώπισης με θυρεοειδεκτομή, χρειάζονται διεπιστημονική προσέγγιση, με συνεργασία παιδοενδοκρινολόγου, χειρουργού ενδοκρινών αδένων, ιατρού πυρηνικής ιατρικής, αναισθησιολόγου και παθολογοανατόμου. Αυτές οι ιατρικές ειδικότητες αποτελούν ουσιαστικό μέρος της προεγχειρητικής, μετεγχειρητικής, αλλά και μακροχρόνιας διαχείρισης και φροντίδας των παιδιατρικών ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπευτική ή προληπτική θυρεοειδεκτομή.
Ελίνα Κατεχάκη (Παιδίατρος – Παιδοενδοκρινολόγος)